- σακκουλίνη
- και σακκουλίνα, η, Νζωολ. γένος παρασιτικών ριζοκέφαλων θυσανόποδων καρκινοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sacculina < λατ. sacculus «μικρός σάκος» (< σάκος) + κατάλ. -ίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακκουλίνα — η, Ν ζωολ. βλ. σακκουλίνη … Dictionary of Greek
σακκουλινίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια παρασιτικών ριζοκέφαλων καρκινοειδών, χαρακτηριστικό γένος τής οποίας είναι η σακκουλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. sacculinidae < sacculina < λατ. sacculus, υποκορ. τού saccus (< σάκκος)] … Dictionary of Greek